- ναφθόλη
- ηχημ.δικυκλική οργανική ένωση, φαινόλη γνωστή και ως υδροξυ-ναφθαλίνιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιτρωδοναφθόλη — η συν. στον πληθ. οι νιτρωδοναφθόλες χημ. αζωτούχες οργανικές ενώσεις, νιτρωδοπαράγωγα που λαμβάνονται με επίδραση νιτρώδους οξέος πάνω σε μία ναφθόλη … Dictionary of Greek
διαζωαμινόλες — Μείγματα διαζωαμινοενώσεων και ναφθολών, που χρησιμοποιούνται στη βαφή ινών. Για τη βαφή ενός υφάσματος προηγείται επεξεργασία του με ατμό, οπότε η διαζωαμινοένωση διασπάται σε σταθερή αμίνη και διαζωνιακό άλας, το οποίο αντιδρά με τη ναφθόλη του … Dictionary of Greek
Μάγερ, Ερνστ — I (Ernst Mayer, 1847 – Δρέσδη 1916). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής της οργανικής χημείας στο πολυτεχνείο της Δρέσδης. Έγραψε πολυάριθμες μελέτες (για τα νιτρίλια, τις αρωματικές αμίνες, τη φαινόλη, τη ναφθόλη κ.ά.) και … Dictionary of Greek
μετουσιωτικά — Ουσίες που προκαλούν τη μετουσίωση (βλ. λ.) των πρωτεϊνών και άλλων βιολογικών πολυμερών. Μ. ονομάζονται, επίσης, οι ουσίες που προστίθενται σε μερικά φυσικά ή συνθετικά προϊόντα για να εμποδιστεί η χρήση τους, σε τομείς διαφορετικούς από… … Dictionary of Greek